Λεξικό Logis­tics

ABC Analy­sis
Ανάλυση ABC
Ref­er­ences rank­ing method in descend­ing order of ship­ment quan­ti­ties. A class gen­er­ally rep­re­sents 80% of ship­ments (usu­ally 20% of ref­er­ences), B class cov­ers 15%, and C class con­sists of 5%. This method sup­ports pri­or­i­ti­za­tion and is applic­a­ble to stor­age, sup­ply, and sup­plier man­age­ment.
Αναφέρεται στη μέθοδο κατάταξης με φθίνουσα σειρά βάσει των ποσοτήτων αποστολών. Η κατηγορία Α γενικά αντιπροσωπεύει το 80% των αποστολών (συνήθως το 20% των αναφορών), η κατηγορία Β καλύπτει το 15% και η κατηγορία Γ το 5%. Αυτή η μέθοδος υποστηρίζει την προτεραιοποίηση και μπορεί να εφαρμοστεί στη διαχείριση αποθήκευσης, προμηθειών και προμηθευτών.

ABC Clas­si­fi­ca­tion
Κατάταξη ABC
See ABC Analy­sis. The analy­sis clas­si­fies items into three cat­e­gories: Class A for high-​value, small-​volume items; Class B for medium-​value, medium-​volume items; and Class C for low-​value, high-​volume items.
Δείτε την Ανάλυση ABC. Η ανάλυση ταξινομεί τα είδη σε τρεις κατηγορίες: Κατηγορία Α για αντικείμενα υψηλής αξίας και μικρού όγκου, Κατηγορία Β για αντικείμενα μεσαίας αξίας και μεσαίου όγκου και Κατηγορία Γ για αντικείμενα χαμηλής αξίας και υψηλού όγκου.

Active inven­tory
Ενεργό απόθεμα
The active inven­tory is the real inven­tory minus the safety stock.
Το ενεργό απόθεμα αποτελείται από το πραγματικό απόθεμα μείον το απόθεμα ασφαλείας.

Activity-​Based Cost­ing (ABC)
Κοστολόγηση βάσει δραστηριότητας (ABC)
Cost analy­sis based on orga­ni­za­tional activ­i­ties and resource usage. It iden­ti­fies direct and indi­rect costs per resource, assign­ing activ­ity costs to prod­ucts based on resource con­sump­tion.
Ανάλυση κόστους βάσει των δραστηριοτήτων και των πόρων που χρησιμοποιούνται σε έναν οργανισμό. Προσδιορίζει τα άμεσα και έμμεσα κόστη για κάθε πόρο και αποδίδει το κόστος δραστηριότητας σε όλα τα προϊόντα με βάση την κατανάλωση των πόρων για κάθε δραστηριότητα.

Activity-​Based Man­age­ment (ABM)
Διαχείριση βάσει δραστηριότητας (ABM)
Man­age­ment approach based on Activity-​Based Cost­ing prin­ci­ples.
Διαχειριστική προσέγγιση βασισμένη στις αρχές της Κοστολόγησης βάσει δραστηριότητας.

Advanced Plan­ner and Opti­mizer (APO)
Προηγμένος προγραμματισμός και βελτιστοποίηση (APO)
Sales fore­cast­ing and sup­ply plan­ning mod­ule in SAP.
Μονάδα πρόβλεψης πωλήσεων και προγραμματισμού προμηθειών στο SAP.

Advanced Plan­ning and Sched­ul­ing (APS)
Προηγμένος προγραμματισμός και χρονοπρογραμματισμός (APS)
A man­u­fac­tur­ing man­age­ment process that allo­cates raw mate­ri­als and pro­duc­tion capac­ity to meet demand for man­u­fac­tured prod­ucts.
Μια διαδικασία διαχείρισης παραγωγής που κατανέμει πρώτες ύλες και παραγωγική ικανότητα για να καλύψει τη ζήτηση για παραγόμενα προϊόντα.

Advanced Ship­ping Notice (ASN)
Προηγούμενη Ειδοποίηση Αποστολής (ASN)
An elec­tronic mes­sage that pro­vides advance infor­ma­tion about pend­ing deliv­er­ies to help pre­pare the receiv­ing process.
Ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που παρέχει προηγούμενη ενημέρωση για εκκρεμείς αποστολές, βοηθώντας στην προετοιμασία της διαδικασίας παραλαβής.

Air Way­bill (AWB)
Αεροπορική φορτωτική (AWB)
Doc­u­ment serv­ing as proof of the car­riage con­tract made with an inter­na­tional courier com­pany for goods trans­porta­tion.
Έγγραφο που λειτουργεί ως απόδειξη της σύμβασης μεταφοράς που έγινε με διεθνή εταιρεία ταχυμεταφορών για τη μεταφορά εμπορευμάτων.

Allot­ment
Κατανομή
Order prepa­ra­tion method where goods of the same ref­er­ence are gath­ered and then dis­trib­uted across mul­ti­ple orders.
Μέθοδος προετοιμασίας παραγγελίας στην οποία συγκεντρώνονται εμπορεύματα της ίδιας αναφοράς και στη συνέχεια διανέμονται σε πολλαπλές παραγγελίες.

AM (Invest­ment Man­age­ment in SAP)
Διαχείριση Επενδύσεων (AM) στο SAP
A mod­ule within SAP for man­ag­ing invest­ments.
Μια ενότητα του SAP για τη διαχείριση επενδύσεων.

Appli­ca­tions Pack­age
Πακέτο Εφαρμογών
Soft­ware prod­uct designed for use by mul­ti­ple users for sim­i­lar needs.
Προϊόν λογισμικού σχεδιασμένο για χρήση από πολλούς χρήστες με παρόμοιες ανάγκες.

Artic­u­lated Trailer
Αρθρωτό ρυμουλκούμενο
A trailer whose front part, lack­ing wheels and engine, con­nects with the rear part of a lorry.
Ρυμουλκούμενο του οποίου το μπροστινό μέρος, χωρίς τροχούς και κινητήρα, συνδέεται με το πίσω μέρος ενός φορτηγού.

ATA Car­net
Δελτίο ATA
An inter­na­tional cus­toms doc­u­ment estab­lished in 1961 by the Brus­sels Agree­ment. Allows an exporter to import goods tem­porar­ily into mul­ti­ple coun­tries with­out a cus­toms dec­la­ra­tion at each bor­der, often used for trade fairs and expo­si­tions.
Διεθνές τελωνειακό έγγραφο που καθιερώθηκε το 1961 με τη Συμφωνία των Βρυξελλών. Επιτρέπει στον εξαγωγέα να εισάγει προσωρινά εμπορεύματα σε πολλές χώρες χωρίς τελωνειακή δήλωση σε κάθε σύνορο, χρησιμοποιείται συχνά για εμπορικές εκθέσεις.

Auto­matic Stor­age and Retrieval Sys­tem (ASRS)
Αυτόματο Σύστημα Αποθήκευσης και Ανάκτησης (ASRS)
Han­dling equip­ment allow­ing three-​dimensional move­ment of pal­lets: lift­ing, trans­la­tion, and stor­age in racks.
Εξοπλισμός χειρισμού που επιτρέπει την τρισδιάστατη κίνηση παλετών: ανύψωση, μετακίνηση και αποθήκευση σε ράφια.

Avail­able Inven­tory
Διαθέσιμο Απόθεμα
The phys­i­cal inven­tory minus non-​shipped cus­tomer orders and unavail­able prod­ucts (e.g., items blocked for qual­ity rea­sons).
Το φυσικό απόθεμα μείον τις μη αποσταλμένες παραγγελίες πελατών και τα μη διαθέσιμα προϊόντα (π.χ., προϊόντα που έχουν δεσμευτεί για λόγους ποιότητας).

Avail­able to Promise (ATP)
Διαθέσιμο για Υπόσχεση (ATP)
An IT tool pro­vid­ing infor­ma­tion on the avail­abil­ity of items to ful­fill orders and match demand with pro­duc­tion plans.
Εργαλείο πληροφορικής που παρέχει πληροφορίες για τη διαθεσιμότητα αντικειμένων για την εκπλήρωση παραγγελιών και την αντιστοίχιση της ζήτησης με τα σχέδια παραγωγής.

Avail­able to Sell (ATS)
Διαθέσιμο για Πώληση (ATS)
Quan­tity of goods com­mit­ted to a cus­tomer loca­tion, includ­ing the cur­rent inven­tory and open pur­chase orders.
Ποσότητα αγαθών δεσμευμένων σε τοποθεσία πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του τρέχοντος αποθέματος και των ανοιχτών παραγγελιών αγοράς.

Back­o­rder
Εκκρεμής Παραγγελία
Cus­tomer order that can­not be ful­filled imme­di­ately, requir­ing the cus­tomer to wait.
Παραγγελία πελάτη που δεν μπορεί να εκτελεστεί άμεσα, αναγκάζοντας τον πελάτη να περιμένει.

Bal­ance to Ship (BTS)
Υπόλοιπο για Αποστολή (BTS)
The remain­ing quan­tity of an order line that has yet to be shipped and will be com­pleted as a back­o­rder.
Η υπόλοιπη ποσότητα μιας γραμμής παραγγελίας που δεν έχει αποσταλεί ακόμα και θα ολοκληρωθεί ως εκκρεμής παραγγελία.

Bar Code
Γραμμωτός Κώδικας
A code con­sist­ing of a series of par­al­lel lines and spaces arranged in a stan­dard­ized con­fig­u­ra­tion, allow­ing auto­matic infor­ma­tion pro­cess­ing.
Κωδικός που αποτελείται από μια σειρά από παράλληλες γραμμές και διαστήματα, διατεταγμένα σε μια τυποποιημένη διάταξη, που επιτρέπει την αυτόματη επεξεργασία πληροφοριών.

Barge
Μπάρτζα (Ποταμόπλοιο)
A trans­porta­tion method used to move goods on rivers, canals, and inland waters.
Ένας τρόπος μεταφοράς που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση εμπορευμάτων σε ποτάμια, κανάλια και εσωτερικά ύδατα.

Batch Size Reduc­tion
Μείωση Μεγέθους Παρτίδας
A man­u­fac­tur­ing prin­ci­ple focused on reduc­ing batch sizes by elim­i­nat­ing sys­tem con­straints that require large batches.
Αρχή παραγωγής που επικεντρώνεται στη μείωση του μεγέθους παρτίδων μέσω της εξάλειψης περιορισμών συστήματος που απαιτούν μεγάλες παρτίδες.

BB (Best Before)
Καλύτερη Χρήση Πριν (BB)
Indi­cates the rec­om­mended date by which the prod­uct should be con­sumed for opti­mal qual­ity.
Υποδεικνύει την προτεινόμενη ημερομηνία κατά την οποία το προϊόν πρέπει να καταναλωθεί για βέλτιστη ποιότητα.

Bill of Lad­ing (B/​L)
Φορτωτική (B/​L)
A ship­ping doc­u­ment sub­ject to the rules of the Inter­na­tional Cham­ber of Com­merce, detail­ing the terms of trans­porta­tion based on the method used.
Έγγραφο αποστολής που υπόκειται στους κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, το οποίο καθορίζει τους όρους μεταφοράς βάσει της μεθόδου που χρησιμοποιείται.

Bill of Mate­r­ial (BOM)
Λίστα Υλικών (BOM)
A hier­ar­chi­cal rep­re­sen­ta­tion of the com­po­nents and sub-​components required to man­u­fac­ture a prod­uct.
Ιεραρχική αναπαράσταση των εξαρτημάτων και υποεξαρτημάτων που απαιτούνται για την κατασκευή ενός προϊόντος.

Bonded Trans­port or Ware­hous­ing
Εγγυημένη Μεταφορά ή Αποθήκευση
Trans­porta­tion or ware­hous­ing con­ducted with­out cus­toms clear­ance.
Μεταφορά ή αποθήκευση που πραγματοποιείται χωρίς τελωνειακή εκκαθάριση.

Box­car
Κλειστό Βαγόνι Φορτίου
A closed rail­car used for freight trans­porta­tion by train.
Κλειστό βαγόνι που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων με τρένο.

Buffer Stock

Απόθεμα Ασφαλείας
Addi­tional inven­tory held to meet unex­pected demand, also known as safety stock.
Πρόσθετο απόθεμα που διατηρείται για την κάλυψη απρόβλεπτης ζήτησης, γνωστό επίσης ως απόθεμα ασφαλείας.

Build to Order
Κατασκευή Κατόπιν Παραγγελίας
A strat­egy where the man­u­fac­ture of a prod­uct begins only after receiv­ing a cus­tomer order; also called Make-​to-​Order.
Στρατηγική κατά την οποία η κατασκευή ενός προϊόντος ξεκινά μόνο μετά τη λήψη παραγγελίας από πελάτη. Αναφέρεται επίσης ως Κατασκευή Κατόπιν Παραγγελίας.

Bulk Stor­age
Χώρος Μαζικής Αποθήκευσης
A stor­age area where goods are stacked directly on the floor.
Περιοχή αποθήκευσης όπου τα αγαθά στοιβάζονται απευθείας στο δάπεδο.

Bunker Adjust­ment Fac­tor (BAF)
Παράγοντας Προσαρμογής Καυσίμου (BAF)
An adjust­ment to freight costs, either pos­i­tive or neg­a­tive, depend­ing on fuel price fluc­tu­a­tions.
Προσαρμογή στο κόστος μεταφοράς, θετική ή αρνητική, ανάλογα με τις διακυμάνσεις της τιμής του καυσίμου.

Busi­ness Process Re-​engineering (BPR)
Ανασχεδιασμός Επιχειρηματικών Διαδικασιών (BPR)
Restruc­tur­ing of all com­pany processes to improve cus­tomer ser­vice.
Αναδιάρθρωση όλων των διαδικασιών της εταιρείας για τη βελτίωση της εξυπηρέτησης πελατών.

Capac­ity Con­trol
Έλεγχος Χωρητικότητας
The process of mea­sur­ing actual pro­duc­tion and com­par­ing it to planned capac­ity needs, tak­ing cor­rec­tive actions as needed.
Η διαδικασία μέτρησης της πραγματικής παραγωγής και σύγκρισής της με τις προγραμματισμένες ανάγκες σε χωρητικότητα, λαμβάνοντας διορθωτικές ενέργειες, εάν απαιτείται.

Capac­ity Use Rate
Ποσοστό Χρήσης Χωρητικότητας
The ratio of cur­rent stock vol­ume to avail­able stor­age capac­ity.
Ο λόγος του τρέχοντος όγκου αποθέματος προς τη διαθέσιμη χωρητικότητα αποθήκευσης.

Car­ry­ing Cost
Κόστος Διατήρησης Αποθέματος
All costs asso­ci­ated with hold­ing inven­tory, includ­ing finan­cial, depre­ci­a­tion, ware­hous­ing, etc., also known as hold­ing cost.
Όλα τα κόστη που σχετίζονται με τη διατήρηση αποθέματος, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών, απόσβεσης, αποθήκευσης κ.λπ., γνωστά και ως κόστος διατήρησης.

Cash Against Doc­u­ment (CAD)
Πληρωμή έναντι Εγγράφων (CAD)
An inter­na­tional pay­ment method where pay­ment is made upon pre­sen­ta­tion of doc­u­ments.
Διεθνής τρόπος πληρωμής όπου η πληρωμή γίνεται κατά την παρουσίαση των εγγράφων.

Cash On Deliv­ery (COD)
Πληρωμή κατά την Παράδοση (COD)
An inter­na­tional pay­ment method where pay­ment is made upon deliv­ery of goods.
Διεθνής τρόπος πληρωμής όπου η πληρωμή γίνεται κατά την παράδοση των αγαθών.

Cat­e­gory Man­age­ment
Διαχείριση Κατηγορίας
Col­lab­o­ra­tive man­age­ment between sup­pli­ers and retail­ers con­cern­ing prod­uct offer­ings and addi­tional ser­vices.
Συνεργατική διαχείριση μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών σχετικά με την προσφορά προϊόντων και πρόσθετων υπηρεσιών.

Cell
Κυψέλη
In lean man­u­fac­tur­ing, a cell is an entity with assigned resources that con­trols its per­for­mance to meet cus­tomer require­ments for spe­cific prod­ucts.
Στη λιτή παραγωγή, μια κυψέλη είναι μια οντότητα με καθορισμένους πόρους που ελέγχει την απόδοσή της για να καλύψει τις απαιτήσεις πελατών για συγκεκριμένα προϊόντα.

Cen­ter of Grav­ity
Κέντρο Βάρους
The aver­age of sev­eral points with vary­ing impor­tance lev­els (e.g., vol­ume) or the cen­ter of mass for logis­tics analy­sis.
Ο μέσος όρος αρκετών σημείων με διάφορα επίπεδα σημασίας (π.χ. όγκος) ή το κέντρο μάζας για την ανάλυση της εφοδιαστικής.

Cer­tifi­cate of Ori­gin
Πιστοποιητικό Προέλευσης
Doc­u­ment val­i­dat­ing the ori­gin of goods, often required for imports and for pref­er­en­tial con­di­tions under cer­tain trade agree­ments.
Έγγραφο που επικυρώνει την προέλευση των αγαθών, το οποίο απαιτείται συχνά για τις εισαγωγές και για την εφαρμογή προνομιακών συνθηκών υπό ορισμένες εμπορικές συμφωνίες.

CIM Pyra­mid
Πυραμίδα CIM (Ολοκληρωμένη Διαχείριση Υπολογιστών)
A hier­ar­chi­cal rep­re­sen­ta­tion of IT deci­sion lev­els in a com­pany, where higher lev­els have more global vis­i­bil­ity and con­trol.
Ιεραρχική αναπαράσταση των επιπέδων αποφάσεων πληροφορικής σε μια εταιρεία, όπου τα ανώτερα επίπεδα έχουν μεγαλύτερη συνολική ορατότητα και έλεγχο.

Co-​packing
Συσκευασία Συνδυασμού Προϊόντων
The process of pack­ag­ing var­i­ous prod­ucts together, often used for pro­mo­tional pur­poses.
Η διαδικασία συσκευασίας διαφόρων προϊόντων μαζί, που χρησιμοποιείται συχνά για διαφημιστικούς σκοπούς.

Com­bined Trans­porta­tion
Συνδυασμένη Μεταφορά
The trans­porta­tion of goods using mul­ti­ple meth­ods, such as rail and road, to com­plete a sin­gle jour­ney.
Η μεταφορά αγαθών με τη χρήση πολλών μεθόδων, όπως σιδηρόδρομος και οδικές μεταφορές, για την ολοκλήρωση ενός ταξιδιού.

Com­mer­cial Invoice
Εμπορικό Τιμολόγιο
An invoice that pro­vides detailed infor­ma­tion about goods being exported or imported, often used for cus­toms.
Ένα τιμολόγιο που παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για τα εξαγόμενα ή εισαγόμενα αγαθά, που χρησιμοποιείται συχνά για τα τελωνεία.

Com­mis­sion­ing
Έναρξη Λειτουργίας
Project phase where the cus­tomer and sup­plier ver­ify the match between the ordered and pro­duced goods or ser­vices.
Φάση του έργου κατά την οποία ο πελάτης και ο προμηθευτής επαληθεύουν την αντιστοιχία μεταξύ των παραγγελθέντων και των παραχθέντων αγαθών ή υπηρεσιών.

Com­part­ment
Θάλαμος Αποθήκευσης
A spe­cific stor­age loca­tion within a shelv­ing area.
Μια συγκεκριμένη θέση αποθήκευσης μέσα σε μια περιοχή ραφιών.

Con­ges­tion Surcharge

Προσαύξηση Συμφόρησης
A fee applied to sea trans­port for delays in over­loaded har­bors, usu­ally a fixed amount per TEU (Twenty-​foot Equiv­a­lent Unit).
Πρόσθετη χρέωση στη θαλάσσια μεταφορά για καθυστερήσεις σε υπερφορτωμένα λιμάνια, συνήθως ένα σταθερό ποσό ανά TEU (Είκοσι Πόδια Ισοδύναμο Μονάδας).

Consolidation/​Groupage
Συνένωση/​Ομαδοποίηση Φορτίων
The gath­er­ing of goods from mul­ti­ple senders for col­lec­tive rout­ing by a car­rier.
Η συλλογή αγαθών από πολλούς αποστολείς για συλλογική αποστολή από έναν μεταφορέα.

Constraint-​Based Plan­ning (CBP)
Σχεδιασμός με Περιορισμούς (CBP)
A plan­ning method con­sid­er­ing time, capac­ity, and prof­itabil­ity con­straints for short– and long-​term sup­ply chain activ­i­ties.
Μέθοδος σχεδιασμού που λαμβάνει υπόψη περιορισμούς χρόνου, χωρητικότητας και κερδοφορίας για τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δραστηριότητες της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Con­straint Pro­gram­ming (CP)
Προγραμματισμός με Περιορισμούς (CP)
Pro­gram­ming that fac­tors in resource con­straints such as pro­duc­tion, trans­port, and ware­hous­ing.
Προγραμματισμός που λαμβάνει υπόψη περιορισμούς πόρων όπως παραγωγή, μεταφορές και αποθήκευση.

Con­tainer
Εμπορευματοκιβώτιο
A stan­dard­ized trans­port con­tainer used for effi­cient han­dling in logis­tics.
Τυποποιημένο εμπορευματοκιβώτιο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για αποδοτικό χειρισμό στην εφοδιαστική.

Con­tainer Freight Sta­tion (CFS)
Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων (CFS)
A loca­tion where con­tain­ers are loaded and unloaded.
Χώρος όπου φορτώνονται και εκφορτώνονται εμπορευματοκιβώτια.

Con­tainer Load
Φόρτωση Εμπορευματοκιβωτίου
The load­ing process of a mar­itime con­tainer.
Η διαδικασία φόρτωσης ενός ναυτιλιακού εμπορευματοκιβωτίου.

Con­tainer Offload
Εκφόρτωση Εμπορευματοκιβωτίου
The unload­ing process of a mar­itime con­tainer.
Η διαδικασία εκφόρτωσης ενός ναυτιλιακού εμπορευματοκιβωτίου.

Con­tainer Yard (CY)
Αυλή Εμπορευματοκιβωτίων (CY)
A facil­ity where empty con­tain­ers are col­lected and loaded con­tain­ers are dis­patched.
Εγκατάσταση όπου συγκεντρώνονται άδεια εμπορευματοκιβώτια και αποστέλλονται φορτωμένα.

Con­tin­u­ous Replen­ish­ment Pro­gram (CRP)
Πρόγραμμα Συνεχούς Ανατροφοδότησης (CRP)
A pro­gram trig­ger­ing pro­duc­tion and move­ment in the sup­ply chain as soon as iden­ti­cal prod­ucts are con­sumed by the end cus­tomer.
Πρόγραμμα που ενεργοποιεί την παραγωγή και τη μετακίνηση στην εφοδιαστική αλυσίδα μόλις ταυτόσημα προϊόντα καταναλώνονται από τον τελικό πελάτη.

Cost of Goods Sold (COGS)
Κόστος Πωληθέντων Εμπορευμάτων (COGS)
On an income state­ment, it rep­re­sents the cost of acquir­ing raw mate­ri­als and man­u­fac­tur­ing fin­ished goods.
Σε μια κατάσταση αποτελεσμάτων, αντιπροσωπεύει το κόστος απόκτησης πρώτων υλών και κατασκευής των τελικών προϊόντων.

Cross-​Docking
Διαμετακόμιση
The process of trans­fer­ring goods directly from incom­ing to out­go­ing trans­port with­out inter­me­di­ate stor­age.
Η διαδικασία μεταφοράς εμπορευμάτων απευθείας από την εισερχόμενη στην εξερχόμενη μεταφορά χωρίς ενδιάμεση αποθήκευση.

Cross Train­ing
Διασταυρούμενη Εκπαίδευση
A man­age­ment prin­ci­ple where employ­ees are trained to per­form mul­ti­ple tasks, reduc­ing depen­dency on sin­gle skill sets.
Αρχή διαχείρισης όπου οι εργαζόμενοι εκπαιδεύονται να εκτελούν πολλαπλά καθήκοντα, μειώνοντας την εξάρτηση από συγκεκριμένες δεξιότητες.

Cur­rency Adjust­ment Fac­tor (CAF)
Παράγοντας Προσαρμογής Συναλλάγματος (CAF)
A freight cost adjust­ment based on cur­rency fluc­tu­a­tions in which the price list is estab­lished.
Προσαρμογή κόστους μεταφοράς που βασίζεται στις διακυμάνσεις νομίσματος με το οποίο καθορίζεται ο τιμοκατάλογος.

Cus­toms Clear­ance
Τελωνειακή Εκκαθάριση
The reg­u­la­tions and pro­ce­dures required to bring prod­ucts into another coun­try.
Οι κανονισμοί και διαδικασίες που απαιτούνται για την εισαγωγή προϊόντων σε μια άλλη χώρα.

Cus­tomer Rela­tion­ship Man­age­ment (CRM)
Διαχείριση Σχέσεων Πελατών (CRM)
A sales strat­egy for devel­op­ing cus­tomer loy­alty through com­pre­hen­sive data col­lec­tion and tar­geted offers.
Στρατηγική πωλήσεων για την ανάπτυξη αφοσίωσης πελατών μέσω της συλλογής δεδομένων και στοχευμένων προσφορών.

Cycle Count­ing
Κυκλική Απογραφή
Peri­odic phys­i­cal inven­tory checks to cor­rect dis­crep­an­cies and ensure accu­racy in per­pet­ual inven­tory sys­tems.
Περιοδικές φυσικές απογραφές για τη διόρθωση αποκλίσεων και τη διασφάλιση της ακρίβειας στα συστήματα συνεχούς απογραφής.

Cycle Inven­tory
Κυκλικό Απόθεμα
The inven­tory held between replen­ish­ment peri­ods, account­ing for nor­mal demand.
Το απόθεμα που διατηρείται μεταξύ περιόδων ανατροφοδότησης, λαμβάνοντας υπόψη την κανονική ζήτηση.

Cycle Time
Χρόνος Κύκλου
The time from raw mate­r­ial arrival in pro­duc­tion to the exit of the fin­ished prod­uct.
Ο χρόνος από την άφιξη πρώτων υλών στην παραγωγή μέχρι την έξοδο του τελικού προϊόντος.

Data Min­ing
Εξόρυξη Δεδομένων
The process of search­ing large data sets for pat­terns or insights use­ful for analy­sis and decision-​making.
Η διαδικασία αναζήτησης μεγάλων συνόλων δεδομένων για μοτίβα ή πληροφορίες που είναι χρήσιμες για ανάλυση και λήψη αποφάσεων.